- Μέντας
- Μέντᾱς , Μέντηςmasc acc plΜέντᾱς , Μέντηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek
μεσιτυλοξείδιο — το χημ. οργανική ένωση, ακόρεστη κετόνη η οποία παράγεται ως παραπροϊόν κατά την παρασκευή τού μεσιτυλενίου, είναι άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή μέντας και χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως εντομοαπωθητικό … Dictionary of Greek
μινθέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο από ανθοφόρους βλαστούς τής μίνθης τής πιπερώδους ή τού ηδυόσμου τού πιπερώδους, με έντονη αρωματική οσμή μέντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίνθη «μέντα» + ἔλαιο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
μέντα — η (λ. ιταλ.) 1. αρωματικό φυτό, η μίνθη. 2. ποτό ή ζαχαρωτό που έχει το άρωμα της μέντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)